αποσαθρώνω

αποσαθρώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, κάνω κάτι να σαπίσει, να διαλυθεί: Τα πετρώματα στο σημείο εκείνο είχαν εντελώς αποσαθρωθεί. Ουσ. η αποσάθρωση τέλεια αποσύνθεση, φθορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποσαθρώνω — αποσαθρώνω, αποσάθρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσαθρώνω — [σαθρώ] καθιστώ κάτι σαθρό, ετοιμόρροπο …   Dictionary of Greek

  • αποσάθρωση — η 1. πλήρης εξασθένηση, διάλυση, καταστροφή 2. η συντελούμενη με την πάροδο του χρόνου αλλοίωση και καταστροφή των πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσαθρώνω. Η λ. μαρτυρείται από τον Ηρακλή Μητσόπουλο ως απόδοση του (γερμ.) Verwitterung] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”